-
1 δασύ-θριξ
δασύ-θριξ, τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113); δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.
1 δασύ-θριξ
δασύ-θριξ, τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113); δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.